- ἐπιτυγχάνεις
- ἐπιτυγχάνωhit the markpres ind act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πέραση — η / πέρασις, ΝΑ [περώ] νεοελλ. 1. (για νομίσματα) εγκυρότητα, αξία που επιτρέπει την κυκλοφορία αλλά και τη χρήση και αποδοχή στις διάφορες συναλλαγές («οι παλιές δεκάρες δεν έχουν πια πέραση») 2. μτφ. (για πρόσ.) αποδοχή και αναγνώριση από τους… … Dictionary of Greek